- Ἡλιοδώρου
- Ἡλιόδωροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Hesychios von Alexandria — war ein antiker griechischer Philologe und Lexikograf. Er verfasste ein Lexikon der griechischen Sprache und ihrer Dialekte. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werk 3 Ausgaben 4 Literatur … Deutsch Wikipedia
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… … Dictionary of Greek
Αμιό, Ζακ — (Jacques Amyot, Μελέν 1513 – Οζέρ 1593). Γάλλος λόγιος και ελληνιστής. Παρακολούθησε τα μαθήματα αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Πιερ Ντανέ στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και στο Κολέγιο της Γαλλίας, και κατόπιν έγινε κι ο ίδιος πανεπιστημιακός… … Dictionary of Greek
Αρντί, Αλεξάντρ — (Alexandre Hardy,Παρίσι περ. 1570 – 1632;). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Για τη ζωή τουλίγα πράγματα είναι γνωστά. Φαίνεται πως άρχισε να γράφει το 1592 ως αμειβόμενος συγγραφέας περιοδεύοντος θιάσου. Έως το 1627 συνεργάστηκε με τον θίασο των… … Dictionary of Greek
Αττίλας — (5ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς των Ούννων από το 434 έως το 453. Διαδέχτηκε τον Ρουγίλα και μοιράστηκε την εξουσία έως το 442 με τον αδελφό του Βλέδα, που ο ίδιος σκότωσε. Όταν έμεινε μόνος, ένωσε κάτω από την εξουσία του όλες τις λευκές φυλές των… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ραϊμόντι, Μάρκο Αντόνιο — (Raimondi, 1475 – 1530). Γνωστός Ιταλός χαράκτης από την Μπολόνια. Αρχικά εργάστηκε σ’ ένα εργαστήριο χρυσοχοΐας και αργότερα έγινε γνωστός από τις παραποιήσεις ορισμένων πινάκων του Ντίρερ. Στη Ρώμη επιβλήθηκε ως ικανότατος χαράκτης και… … Dictionary of Greek
Σολιμένα, Φραντζέσκο — (Solimena). Ιταλός ζωγράφος (1657 1747). Σ’ αυτόν οφείλονται οι τοιχογραφίες του Άγιου Παύλου Ματζιόρε της Νεάπολης καθώς και η τοιχογραφία Το κυνήγι του Ηλιόδωρου στην εκκλησία του Ζεζού Νουόβο επίσης στη Νεάπολη. Πρόκειται για τοιχογραφίες… … Dictionary of Greek